- καλαυρόπιον
- κᾰλαυρόπιον, τό, Dim. of καλαῦροψ, Artem.4.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαυρόπιον — καλαυρόπιον, τὁ (Α) υποκορ. τού καλαύροψ* … Dictionary of Greek
καλαυρόπιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)